- αἰνύμενος
- αἴνυμαιtakepres part mid masc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αινυμενός — ο κύριο αντρικό όνομα τής Μυκηναϊκής που απαντά σε πινακίδα τής Πύλου [ai nu me no]. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τονισμός τού ανθρωπωνυμίου ήταν πράγματι Αἰνυμενός, δηλ. με τονιζόμενη τη λήγουσα (πράγμα που δεν δηλώνεται από τη γραφή τής Μυκηναϊκής), τότε… … Dictionary of Greek
αίνυμαι — αἴνυμαι (Α) (ποιητικό ρηματικό αποθεματικό) 1. βάζω χέρι σε κάτι, πιάνω, παίρνω, αφαιρώ 2. απολαμβάνω, χαίρομαι να τρώγω κάτι, τρέφομαι με κάτι 3. φρ. «πόθος μὲ αἴνυται» μέ καταλαμβάνει πόθος, ποθώ να... 4. στη Μυκηναϊκή η λ. μαρτυρείται έμμεσα… … Dictionary of Greek